- Γλυκώνειον
- Γλυκώνειοςmasc acc sgΓλυκώνειοςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γλυκώνειος — α, ο (Μ γλυκώνειος, εία, ειον) [Γλύκων] 1. αυτός που επινοήθηκε από τον Γλύκωνα 2. «γλυκώνειος στίχος» στίχος που αποτελείται από τέσσερεις πόδες, τρείς τροχαίους και ένα δάκτυλο 3. «γλυκώνειον μέτρον» μέτρο που αποτελείται από γλυκώνειους… … Dictionary of Greek